- σταφύλι
- [стафили] ουσ. о. виноград.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σταφύλι — Ο καρπός του αμπελιού. Είναι σύνθετος βότρυς (τσαμπί) που οι ρόγες του είναι, ανάλογα με το είδος του αμπελιού, διαφόρων μεγεθών. Κάθε ρώγα περιβάλλεται από το υμένιο (πέτσα) και συνήθως έχει, στο κέντρο, μικρό κουκούτσι ή και κουκούτσια. Το… … Dictionary of Greek
σταφύλι — το ο καρπός του αμπελιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σταφυλίνου — σταφυλί̱νου , σταφυλῖνος carrot masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφυλίνους — σταφυλί̱νους , σταφυλῖνος carrot masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφυλίνων — σταφυλί̱νων , σταφυλῖνος carrot masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφυλίνῳ — σταφυλί̱νῳ , σταφυλῖνος carrot masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμπελοστάφυλο — το σταφύλι αμπελιού (σε αντίθεση προς το σταφύλι της κληματαριάς). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + σταφύλι] … Dictionary of Greek
βότρυς — Το σταφύλι· το σύνολο των ρωγών του σταφυλιού μαζί με τον μίσχο που τις συγκρατεί· το τσαμπί. Στα χρόνια του Βυζαντίου, β. ονομαζόταν η πολυποίκιλτη στολή των βυζαντινών αυτοκρατόρων. (Βοτ.) Β. ονομάζεται ένας τύπος ανθοταξίας, δηλαδή διάταξης… … Dictionary of Greek
κατοπινάρι — το [κατοπινός] 1. σταφύλι το οποίο ωριμάζει μετά τον πρώτο τρύγο, όψιμο σταφύλι 2. κατοπινάρικο* … Dictionary of Greek
ομφακός — ὀμφακός, ὁ (Α) ὄμφαξ*, άγουρο σταφύλι, αγουρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το ὄμφαξ, ακος «άγουρο σταφύλι»] … Dictionary of Greek
ράγα — Σαρκώδης καρπός, συνήθως σφαιρικός, πεπιεσμένος ή απιόμορφος· μερικές φορές μοιάζει με δρύπη, από την οποία όμως διαφέρει, γιατί δεν έχει το ξυλώδες ενδοκάρπιο που αποτελεί το κέλυφος των σπερμάτων. Στη ράγα τα σπέρματα περιβάλλονται από τη… … Dictionary of Greek